- πετροβόλημα
- το , πετροβόλισμός ο1) забрасывание, побивание камнями; 2) бросание камней
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πετροβόλημα — το, Ν [πετροβολώ] το να πετάει κανείς πέτρες, η ρίψη λίθων, λιθοβολισμός … Dictionary of Greek
πετροβόλημα — το πετροβολισμός, λιθοβολισμός: Τα παιδιά σπάσανε τα τζάμια με τα πετροβολήματά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιθοβολία — η (AM λιθοβολία) [λιθοβολώ] 1. η βολή λίθων 2. η θανάτωση με πετροβόλημα νεοελλ. αθλητικό αγώνισμα κατά το οποίο ο αθλητής ρίχνει λίθο, κν. λιθάρι … Dictionary of Greek
λιθοβολισμός — ο (Α λιθοβολισμός) η βολή λίθων νεοελλ. η θανάτωση με πετροβόλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοβολῶ, κατά τα ουσ. σε ισμός (πρβλ. πετροβολ ισμός)] … Dictionary of Greek
λιθοβόλημα — το (Μ λιθοβόλημα) [λιθοβολώ] εκτόξευση λίθων εναντίον κάποιου, πετροβόλημα … Dictionary of Greek
πετροβολισμός — ο, ΝΜ το πετροβόλημα μσν. πολεμικό μηχάνημα για εξακόντιση πετρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετροβολώ, κατά τα ουσ. σε ισμός (< ρ. σε ίζω), πρβλ. λιθο βολ ισμός) … Dictionary of Greek
λιθοβόλημα — το, ατος το ρίξιμο λίθων, το πετροβόλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πετροβολημένος — η, ο αυτός που έχει πετροβοληθεί, αυτός που χτυπήθηκε με πετροβόλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)